Οι πεινασμένοι και κομπλεξικοί των Βαλκανίων, οι Αλβανοί ψευδοϊστορικοί, ορέγονται ιστορικά «καρβέλια» που δεν τους ανήκουν. Νέο κρούσμα αλ...
Οι πεινασμένοι και κομπλεξικοί των Βαλκανίων, οι Αλβανοί ψευδοϊστορικοί, ορέγονται ιστορικά «καρβέλια» που δεν τους ανήκουν.
Νέο κρούσμα αλβανικής παραμυθολογίας προς αναζήτηση «δοξασμένης» καταγωγής σημειώθηκε πρόσφατα με δημοσίευμα στην αλβανική εφημερίδα «Πανόραμα».
Συγκεκριμένα, σε δημοσίευμα της αλβανικής εφημερίδας «Πανόραμα», ο Ilir Cenollari υποστηρίζει ότι ο Μέγας Κωνσταντίνος, ο Ιουστινιανός, άλλοι Ρωμαίοι (Βυζαντινοί) αυτοκράτορες, καθώς και ο στρατηγός Βελισάριος, ήταν «Ιλλυριοί καταγόμενοι από τη Δαρδανία, δηλαδή το σημερινό Κόσοβο».
Η αλήθεια είναι ότι όλες αυτές οι ταπεινές κι αμόρφωτες βαλκανικές φυλές βοσκών και ληστών, όπως επίσης οι σλαβόγλωσσοι Βορειομακεδόνες, αναζητούν ως κομπλεξικοί σπουδαίους προγόνους για να νιώσουν οι ίδιοι «ανώτεροι», είτε «κλέβοντας» προσωπικότητες της ελληνικής ιστορίας, είτε της ανατολικορωμαϊκής.
Στην πραγματικότητα, κανένας χωριάτης ή βοσκός που «γρύλιζε» δεν είχε μέλλον στον ελληνικό ή ρωμαϊκό κόσμο.
Μέγας Κωνσταντίνος
Ο Μέγας Κωνσταντίνος, γνωστός και ως Κωνσταντίνος Α΄, γεννήθηκε στις 27 Φεβρουαρίου του 272 μ.Χ. στην πόλη Ναϊσσός (Naissus), που βρίσκεται στη σημερινή Νις της Σερβίας.
Η καταγωγή του έχει αποτελέσει αντικείμενο ιστορικής έρευνας και συζήτησης.
Ο πατέρας του, Κωνστάντιος Χλωρός, ήταν Ρωμαίος στρατιωτικός και αργότερα Καίσαρας της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ενώ η μητέρα του, Ελένη, ήταν πιθανότατα από ταπεινή οικογένεια, πιθανώς από την περιοχή της Βιθυνίας στη Μικρά Ασία (σημερινή Τουρκία), αν και η ακριβής της καταγωγή δεν είναι πλήρως εξακριβωμένη.
Η περιοχή της Ναϊσσού, όπου γεννήθηκε ο Κωνσταντίνος, ανήκε τότε στην επαρχία της Άνω Μοισίας (Moesia Superior), η οποία κατοικούνταν από διάφορους πληθυσμούς, συμπεριλαμβανομένων Ρωμαίων αποίκων, ντόπιων Ιλλυρικών φυλών και άλλων εθνοτήτων.
Ορισμένοι ιστορικοί και μελετητές, ιδιαίτερα από τα Βαλκάνια, έχουν προτείνει ότι ο Κωνσταντίνος είχε Ιλλυρική καταγωγή, λόγω της γεωγραφικής θέσης της Ναϊσσού και της παρουσίας Ιλλυρικών πληθυσμών στην περιοχή.
Ωστόσο, δεν υπάρχουν αδιάσειστα στοιχεία που να επιβεβαιώνουν ότι ο ίδιος ή η οικογένειά του ανήκαν εθνοτικά στους Ιλλυριούς.
Η θεωρία ότι ο Μέγας Κωνσταντίνος ήταν «Ιλλυριός από τη Δαρδανία» (σημερινό Κόσοβο), όπως αναφέρθηκε στο δημοσίευμα της εφημερίδας «Πανόραμα», είναι μια ερμηνεία που προωθείται κυρίως από ορισμένους Αλβανούς ιστορικούς και αρθρογράφους, οι οποίοι συνδέουν την Ιλλυρική κληρονομιά με την περιοχή του Κοσόβου.
Η Δαρδανία, ως ρωμαϊκή επαρχία, περιλάμβανε τμήματα του σημερινού Κοσόβου, της νότιας Σερβίας και της Βόρειας Μακεδονίας, και η Ναϊσσός βρισκόταν κοντά στα σύνορά της.
Παρόλα αυτά, η ιστορική έρευνα δεν ταυτίζει με βεβαιότητα τον Κωνσταντίνο με τη Δαρδανία ή αποκλειστικά με Ιλλυρική εθνοτική ταυτότητα, αλλά τον θεωρεί Ρωμαίο πολίτη με ρίζες στην πολυπολιτισμική πραγματικότητα της ύστερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Συνοπτικά, ο Μέγας Κωνσταντίνος γεννήθηκε σε μια περιοχή με ισχυρή Ιλλυρική παρουσία, αλλά η καταγωγή του παραμένει πρωτίστως ρωμαϊκή, με πιθανές επιρροές από τον τοπικό πληθυσμό.
Η ακριβής εθνοτική του ταυτότητα δεν μπορεί να προσδιοριστεί με απόλυτη σαφήνεια λόγω της έλλειψης συγκεκριμένων ιστορικών δεδομένων και της πολυπλοκότητας των πληθυσμιακών μίξεων της εποχής.
Ιουστινιανός ο Μέγας
Ο Ιουστινιανός Α΄, γνωστός και ως Ιουστινιανός ο Μέγας, γεννήθηκε το 482 ή 483 μ.Χ. στο Ταυρήσιο (Taurisium), μια μικρή πόλη κοντά στη σημερινή Σκόπια, στην περιοχή που τότε ανήκε στην επαρχία της Δαρδανίας, στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (σήμερα μέρος της Βόρειας Μακεδονίας).
Η καταγωγή του, όπως και του Μεγάλου Κωνσταντίνου, έχει αποτελέσει αντικείμενο ιστορικής έρευνας και διαφορετικών ερμηνειών.
Ο Ιουστινιανός προερχόταν από οικογένεια ταπεινής καταγωγής.
Ο πατέρας του, Σαββάτιος, ήταν πιθανότατα αγρότης ή στρατιωτικός χαμηλού βαθμού, ενώ η μητέρα του, Βιγιλαντία, ήταν αδελφή του Ιουστίνου, ο οποίος αργότερα έγινε αυτοκράτορας και υιοθέτησε τον Ιουστινιανό, δίνοντάς του πρόσβαση στην εκπαίδευση και την εξουσία.
Η οικογένειά του θεωρείται ότι ανήκε στον ντόπιο πληθυσμό της περιοχής, ο οποίος αποτελούνταν από ένα μείγμα Ρωμαίων αποίκων, Ιλλυρικών φυλών και άλλων βαλκανικών εθνοτήτων.
Η Δαρδανία, όπου γεννήθηκε, ήταν μια επαρχία με ισχυρή Ιλλυρική κληρονομιά, και πολλοί ιστορικοί συμφωνούν ότι ο Ιουστινιανός είχε πιθανότατα Ιλλυρικές ρίζες, τουλάχιστον από γεωγραφική και πολιτισμική άποψη.
Οι πηγές της εποχής, όπως ο ιστορικός Προκόπιος, δεν δίνουν σαφή εικόνα για την εθνοτική του ταυτότητα, αλλά η γλώσσα που μιλούσε η οικογένειά του ήταν πιθανότατα τα Λατινικά, αν και ο ίδιος ο Ιουστινιανός ήταν δίγλωσσος, γνωρίζοντας και τα Ελληνικά, τα οποία κυριαρχούσαν στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας.
Η θεωρία ότι ο Ιουστινιανός ήταν «Ιλλυριός από τη Δαρδανία, το σημερινό Κόσοβο», όπως αναφέρει το δημοσίευμα της «Πανόραμα», ενισχύεται από το γεγονός ότι η Δαρδανία περιλάμβανε τμήματα του σημερινού Κοσόβου και της ευρύτερης περιοχής.
Αυτή η άποψη υποστηρίζεται συχνά από πεινασμένους Αλβανούς ψευδοϊστορικούς, οι οποίοι συνδέουν τους Ιλλυριούς με τους προγόνους των σύγχρονων Αλβανών.
Ωστόσο, η ιστορική έρευνα δεν περιορίζει την ταυτότητα του Ιουστινιανού αποκλειστικά σε μια εθνοτική κατηγορία, αλλά τον θεωρεί Ρωμαίο πολίτη με καταγωγή από μια περιοχή με πολυπολιτισμικό χαρακτήρα.
Ο Ιουστινιανός ανήλθε στον θρόνο του Βυζαντίου το 527 μ.Χ. και η βασιλεία του χαρακτηρίστηκε από την προσπάθεια αναβίωσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, με σημαντικά έργα όπως ο Κώδικας του Ιουστινιανού και η ανέγερση της Αγίας Σοφίας.
Η καταγωγή του από τη Δαρδανία υπογραμμίζει τη σύνδεση της περιοχής των Βαλκανίων με την ιστορία της αυτοκρατορίας, αλλά η εθνοτική του ταυτότητα παραμένει ανοιχτή σε ερμηνείες λόγω της πολυπλοκότητας των πληθυσμών της εποχής και της έλλειψης συγκεκριμένων στοιχείων.
Συνοπτικά, ο Ιουστινιανός γεννήθηκε στη Δαρδανία, αλλά η ταυτότητά του διαμορφώθηκε κυρίως από το ρωμαϊκό πλαίσιο της εποχής του.
Η σύνδεσή του με το σημερινό Κόσοβο είναι γεωγραφικά εύλογη, αλλά η ακριβής εθνοτική του προέλευση δεν μπορεί να προσδιοριστεί με βεβαιότητα.
Βελισάριος
Ο Βελισάριος (ή Βελισσάριος, λατινικά: Flavius Belisarius) γεννήθηκε γύρω στο 500-505 μ.Χ. στην πόλη Γερμανία (Germania) ή κοντά σε αυτήν, στην επαρχία της Δευτέρας Ιλλυρίας (Illyricum Secundum), που βρίσκεται στη σημερινή δυτική Βουλγαρία, κοντά στα σύνορα με τη Σερβία.
Η ακιβής τοποθεσία της Γερμανίας παραμένει υπό συζήτηση, αλλά συνήθως ταυτίζεται με την περιοχή γύρω από τη σημερινή Σαπίρεβα Μπάνια ή το Κιουστεντίλ στη Βουλγαρία.
Ο Βελισάριος προερχόταν από οικογένεια πιθανότατα μέτριας κοινωνικής θέσης, αν και οι λεπτομέρειες για τους γονείς του δεν είναι γνωστές.
Ο ιστορικός Προκόπιος, ο οποίος έγραψε εκτενώς για τη ζωή και τις εκστρατείες του, δεν παρέχει σαφείς πληροφορίες για την εθνοτική του καταγωγή, αλλά αναφέρει ότι γεννήθηκε σε μια περιοχή όπου μιλούνταν τα Λατινικά, αν και η Ελληνική γλώσσα ήταν επίσης διαδεδομένη στο ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, στην οποία υπηρέτησε.
Η περιοχή της γέννησής του, η Ιλλυρία, κατοικούνταν από πληθυσμούς με Ιλλυρική κληρονομιά, καθώς και από Ρωμαίους αποίκους και άλλες βαλκανικές εθνοτήτες.
Αυτό έχει οδηγήσει ορισμένους μωροεθνικιστές μελετητές να υποθέσουν ότι ο Βελισάριος είχε Ιλλυρικές ρίζες.
Η θεωρία ότι ήταν «Ιλλυριός από τη Δαρδανία, το σημερινό Κόσοβο», όπως αναφέρει το δημοσίευμα της εφημερίδας «Πανόραμα», συνδέεται με την ευρύτερη γεωγραφική ερμηνεία της Ιλλυρίας, η οποία περιλάμβανε τη Δαρδανία (κοντά στο σημερινό Κόσοβο).
Ωστόσο, η γενέτειρά του, η Γερμανία, βρίσκεται πιο ανατολικά και νότια σε σχέση με το Κόσοβο, γεγονός που καθιστά τη σύνδεση αυτή λιγότερο άμεση.
Η ιστορική έρευνα δεν επιβεβαιώνει ούτε αποκλείει την Ιλλυρική καταγωγή του Βελισάριου, αλλά τον θεωρεί Ρωμαίο πολίτη της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (Βυζάντιο), με πιθανές τοπικές επιρροές από τον πληθυσμό της Ιλλυρίας.
Η άποψη ότι ήταν από τη Δαρδανία υποστηρίζεται κυρίως από ορισμένους «ψεκασμένους» Αλβανούς ψευδοϊστορικούς, οι οποίοι συνδέουν την Ιλλυρική ταυτότητα με την περιοχή του Κοσόβου, αλλά δεν υπάρχουν αδιάσειστα στοιχεία που να το τεκμηριώνουν.
Ο Βελισάριος έγινε διάσημος ως ένας από τους σπουδαιότερους στρατηγούς του Ιουστινιανού Α΄, οδηγώντας επιτυχημένες εκστρατείες για την ανακατάληψη εδαφών της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όπως η Βόρεια Αφρική και η Ιταλία.
Συνοπτικά, ο Βελισάριος γεννήθηκε στην Ιλλυρία, πιθανότατα σε μια περιοχή με Ιλλυρική επιρροή, αλλά η ταυτότητά του διαμορφώθηκε στο πλαίσιο της ρωμαϊκής και ανατολικορωμαϊκής (βυζαντινής) κουλτούρας.
Η σύνδεσή του με τη Δαρδανία ή το Κόσοβο είναι ερμηνευτική και όχι ιστορικά αποδεδειγμένη με ακρίβεια.
Το ορθό ερώτημα είναι, ποια είναι η καταγωγή των Αλβανών;
Οι Αλβανοί ψευδοϊστορικοί αντί να αναζητούν κάποια δήθεν ιλλυρική καταγωγή σε Ρωμαίους αυτοκράτορες και στρατηγούς, καλό είναι να ερευνήσουν από που κρατά η σκούφια τους.
Η καταγωγή των Αλβανών είναι ένα πολύπλοκο και πολυσυζητημένο θέμα στην ιστοριογραφία, το οποίο συνδυάζει αρχαιολογικά, γλωσσολογικά και γενετικά δεδομένα.
Οι Αλβανοί θεωρούνται απόγονοι αρχαίων πληθυσμών των Βαλκανίων, με την επικρατούσα θεωρία να τους συνδέει με τους Ιλλυριούς, έναν αρχαίο λαό που κατοικούσε στη δυτική Βαλκανική Χερσόνησο πριν από την έλευση των Ρωμαίων.
Ωστόσο, η ακριβής σχέση τους με τους Ιλλυριούς, καθώς και η εξέλιξη της εθνοτικής τους ταυτότητας, παραμένει αντικείμενο έρευνας και διαφορετικών ερμηνειών.
Ιλλυρική Θεωρία
Η πιο διαδεδομένη άποψη, ιδιαίτερα μεταξύ των Αλβανών ιστορικών και εθνικιστών, είναι ότι οι Αλβανοί κατάγονται από τους Ιλλυριούς, οι οποίοι ζούσαν σε περιοχές που σήμερα περιλαμβάνουν την Αλβανία, το Κόσοβο, τη νότια Σερβία, το Μαυροβούνιο και τμήματα της Βόρειας Μακεδονίας.
Οι Ιλλυριοί ήταν μια ομάδα φυλών που μιλούσαν ινδοευρωπαϊκές γλώσσες και είχαν αναπτύξει έναν ξεχωριστό πολιτισμό πριν υποταχθούν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία τον 2ο αιώνα π.Χ.
Η αλβανική γλώσσα, η οποία είναι ένας μοναδικός κλάδος της ινδοευρωπαϊκής οικογένειας, θεωρείται από πολλούς γλωσσολόγους πιθανός απόγονος της ιλλυρικής γλώσσας, αν και δεν υπάρχουν γραπτά ιλλυρικά κείμενα για να επιβεβαιωθεί αυτή η σύνδεση με βεβαιότητα.
Εναλλακτικές Θεωρίες
Θρακική ή Δακική Καταγωγή: Ορισμένοι μελετητές προτείνουν ότι οι Αλβανοί μπορεί να συνδέονται με τους Θράκες ή τους Δάκες, άλλους αρχαίους λαούς των Βαλκανίων και της περιοχής του Δούναβη.
Αυτή η θεωρία βασίζεται σε γλωσσολογικές ομοιότητες και στη γεωγραφική εγγύτητα αυτών των πληθυσμών.
Μικτή Καταγωγή: Μια πιο σύνθετη άποψη υποστηρίζει ότι οι Αλβανοί προέκυψαν από τη μίξη διαφόρων αρχαίων πληθυσμών (Ιλλυριών, Θρακών, και άλλων), οι οποίοι επηρεάστηκαν από τη ρωμαϊκή, ελληνική και αργότερα σλαβική παρουσία στα Βαλκάνια.
Ιστορική Εξέλιξη
Μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση, οι Ιλλυριοί αφομοιώθηκαν σε μεγάλο βαθμό στο ρωμαϊκό πολιτιστικό και διοικητικό σύστημα, διατηρώντας ωστόσο τοπικά χαρακτηριστικά.
Κατά την ύστερη αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα, η περιοχή της σημερινής Αλβανίας δέχτηκε επιρροές από τις μεταναστεύσεις των Σλάβων (6ος-7ος αιώνας μ.Χ.), οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στα Βαλκάνια, αλλά οι πρόγονοι των Αλβανών φαίνεται ότι διατήρησαν τη γλωσσική και πολιτισμική τους ταυτότητα, πιθανότατα υποχωρώντας σε ορεινές περιοχές.
Οι πρώτες σαφείς αναφορές στους Αλβανούς (με το όνομα “Albanoi” ή “Arbanitai”) εμφανίζονται σε βυζαντινές πηγές του 11ου αιώνα, όπως στα κείμενα του Μιχαήλ Ατταλειάτη, που περιγράφουν έναν πληθυσμό στην περιοχή της Δυρραχίου (σημερινό Δυρράχιο).
Αυτό δείχνει ότι η εθνοτική τους ταυτότητα είχε ήδη διαμορφωθεί πριν από την οθωμανική κατάκτηση τον 15ο αιώνα.
Γενετικά Δεδομένα
Σύγχρονες γενετικές μελέτες δείχνουν ότι οι Αλβανοί έχουν σημαντική γενετική συνέχεια με τους αρχαίους πληθυσμούς των Βαλκανίων, με κυρίαρχες απλοομάδες που συνδέονται με την προϊστορική εποχή της περιοχής (π.χ. E-V13, J2b).
Ωστόσο, υπάρχει και γενετική ανάμειξη με γειτονικούς λαούς, όπως οι Σλάβοι και οι Έλληνες, γεγονός που αντικατοπτρίζει την ιστορική πολυπλοκότητα των Βαλκανίων.
Συμπέρασμα: Η αλβανική ταυτότητα διαμορφώθηκε μέσα από αιώνες αλληλεπίδρασης με άλλους λαούς, διατηρώντας μια μοναδική γλώσσα και κουλτούρα.
Η σύνδεση με τη Δαρδανία και το Κόσοβο, όπως αναφέρεται συχνά από Αλβανούς ιστορικούς, ενισχύεται από τη γεωγραφική συνέχεια, αλλά η ιστορική έρευνα δεν έχει καταλήξει σε οριστικό συμπέρασμα λόγω της έλλειψης αδιάσειστων στοιχείων.
COMMENTS