Η Ελληνική Επανάσταση του 1821, πέρα από τον αγώνα για την ανεξαρτησία, συνδέεται και με έναν σημαντικό πολιτισμικό και ηθικό αγώνα, αυτόν της κατάργησης της δουλείας. Τα πρώτα χρόνια της Επανάστασης, οι Έλληνες έθεσαν ξεκάθαρη απαγόρευση στην πώληση οποιουδήποτε αιχμαλώτου στην ελληνική επικράτεια. Ωστόσο, η εκμετάλλευση των αιχμαλώτων δεν έπαψε εντελώς, λόγω του χαοτικού πολέμου και της απουσίας αποτελεσματικών ελέγχων.

Από την έναρξη της Επανάστασης, οι Έλληνες κατάφεραν να καταλάβουν πόλεις και κάστρα της Πελοποννήσου, τα οποία κατείχαν οι Τούρκοι, αιχμαλωτίζοντας πολλούς Οθωμανούς. Το 1822, ο Θεόδωρος Νέγρης, αρχιγραμματέας της επικρατείας και υπουργός των Εξωτερικών, εξέδωσε ένα σημαντικό έγγραφο προς την ελληνική διοίκηση, που τόνιζε την απαγόρευση της δουλείας. Σύμφωνα με αυτό, «απαγορεύεται να πουλούνται και να αγοράζονται άνθρωποι και των δύο φύλων στην ελληνική επικράτεια». Επίσης, όσοι βρίσκονταν ήδη ως σκλάβοι θα ήταν «ελεύθεροι και ακαταδίωκτοι».

Ωστόσο, η επίσημη πολιτική δεν εφαρμόστηκε παντού. Οι συνεχείς πολεμικές συγκρούσεις, ιδιαίτερα με την εισβολή του Δράμαλη το 1822 και του Ιμπραήμ Πασά το 1824-1825, οδήγησαν σε μαρτυρίες για εκμετάλλευση αιχμαλώτων. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση του Αμερικανού χειρουργού Σάμουελ Χόου, που αγόρασε μια μαύρη σκλάβα από τη Μάνη, λαμβάνοντας μάλιστα και απόδειξη.

Η εγκύκλιος αυτή ήταν μια απόδειξη της φιλελεύθερης προσέγγισης των Ελλήνων για τα ανθρώπινα δικαιώματα, καθώς, όπως ανέφερε ο Νέγρης, «ο άνθρωπος δεν έχει δικαίωμα εναντίον της ελευθερίας των ομοίων του». Η επίσημη θέση ήταν η κατάργηση της δουλείας, και οι Έλληνες, ως μαχόμενοι υπέρ της ελευθερίας, δεν θα έπρεπε να αποδέχονται την πώληση ανθρώπων.

Παρά την επίσημη απαγόρευση, υπήρχαν περιπτώσεις παραβίασης της εγκυκλίου, ιδιαίτερα σε περιόδους έντονης πίεσης, όπως η εισβολή του Δράμαλη το 1822 και του Ιμπραήμ Πασά το 1825. Η ένταση του πολέμου και η ανάγκη για πόρους οδήγησαν κάποιους Έλληνες να παραβιάσουν την απαγόρευση της δουλείας και να εμπορεύονται αιχμαλώτους.

Μαρτυρίες από την περίοδο αυτή επιβεβαιώνουν την ύπαρξη τέτοιων πρακτικών. Ένας από τους πιο γνωστούς παρατηρητές ήταν ο αμερικανός γιατρός Σάμουελ Χόου, που συμμετείχε στην επανάσταση το 1824. Ο Χόου αγόρασε μια μαύρη σκλάβα από τη Μάνη και έλαβε ακόμα και απόδειξη για την αγορά της. Παρά την απαγόρευση, τέτοιες συναλλαγές γίνονταν σε περιοχές που δεν υπήρχε πλήρης έλεγχος από τις ελληνικές αρχές.

Σκλαβοπάζαρα και Εκχριστιανισμός

Υπάρχουν επίσης αναφορές για σκλαβοπάζαρα, όπως αυτό που κατέγραψε ο Άγγλος κληρικός Τζωρτζ Γουάντινγκτον στη Σύρο το 1824, όπου πωλούνταν Τουρκάλες αιχμάλωτες. Παρά τις απαγορεύσεις, το χάος του πολέμου άφηνε περιθώρια εκμετάλλευσης.

Στην Πελοπόννησο, υπήρχαν πολλοί Οθωμανοί σκλάβοι, και οι απόψεις για τη διαχείρισή τους διίσταντο. Υπήρξε συζήτηση για τον εκχριστιανισμό τους, αλλά το εκτελεστικό και το βουλευτικό σώμα δεν συμφωνούσαν. Τελικά, αποφασίστηκε ότι οι γυναίκες και τα κορίτσια θα μπορούσαν να βαπτιστούν χριστιανές, ενώ τα αγόρια μόνο μέχρι την ηλικία των 12 ετών.

Το Τέλος της Δουλείας στο Ανεξάρτητο Κράτος

Παρά τις όποιες παραβιάσεις, η βούληση της επανάστασης ήταν ξεκάθαρη: το νέο ανεξάρτητο ελληνικό κράτος θα ήταν ένα κράτος ελευθερίας, χωρίς σκλάβους. Όταν η Ελλάδα ανεξαρτητοποιήθηκε, δεν υπήρχαν πια δουλοπάζαρα ούτε σκλάβοι, καθώς το κράτος ανέλαβε να εφαρμόσει τη νομοθεσία που καθιστούσε κάθε άνθρωπο ελεύθερο, ανεξαρτήτως θρησκείας ή φύλου.

 
Top