Ο Μανώλης Σηφάκης γεννήθηκε το 1927 στο ορεινό χωρίο Ψυχρό στο Οροπέδιο Λασιθίου από τον Φραγκίσκο Σηφάκη και την Ελένη Πιθαρούλη. Ήταν ο πρώτος γιός μίας εξαμελούς αγροτικής οικογένειας. 

Ενώ οι γονείς του επιθυμούσαν να γίνει αγρότης εκείνος προτίμησε να διασχίζει βουνά για να φοιτήσει στο γυμνάσιο χιλιόμετρα μακριά. Λόγω των ταραγμένων καιρών φοίτησε στη Βιάννο, αργότερα στο Καστέλι Πεδιάδος, στο Τζερμιάδο και στον Αγ. Νικόλαο. Μάλιστα κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής, ήταν μαθητής στο γυμνάσιο Βιάννου και παρά μία ημέρα γλίτωσε τα αντίποινα των γερμανών κατακτητών που κατάσφαξαν τον τοπικό πληθυσμό.


Αποφοίτησε από την Παιδαγωγική Ακαδημία Ηρακλείου και το 1948 διορίστηκε δάσκαλος στην Πωγωνιανή Ηπείρου. Όμως επιστρέφει στην Αθήνα για να φοιτήσει στην Πάντειο Σχολή Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών ενώ παράλληλα για να βιοποριστεί μπαίνει στην Αστυνομία. 

Αποφοιτεί από τη Σχολή Αρχιφυλάκων, εισάγεται στην Σχολή Υπαστυνόμων και μόλις λαμβάνει το πτυχίο της Παντείου δίνει εξετάσεις και εισάγεται στη Νομική Σχολή Αθηνών. Εκείνη την εποχή, παντρεύεται την Αικατερίνη Παραθυράκη, κόρη αυστηρού γυμνασιάρχη και μίας μορφωμένης και καλλιεργημένης αθηναίας, της Σοφίας Σταθοπούλου. 

Ενώ είναι πλέον ήδη Ανθυπαστυνόμος μαθαίνει ότι το Βρετανικό Συμβούλιο προσφέρει υποτροφία για διδακτορικό στην Εγκληματολογία στην London School of Economics με τον διακεκριμένο καθηγητή Hall Williams. Το μόνο εμπόδιο είναι ότι πρέπει να εξεταστεί προφορικά στην αγγλική ενώ ο ίδιος δεν γνωρίζει αγγλικά. 

Οι άλλοι υποψήφιοι, γόνοι καλών οικογενειών τα γνώριζαν από τα γεννοφάσκια τους. Προσλαμβάνει έναν Άγγλο για ταχύρρυθμα μαθήματα αγγλικής ενώ επεξεργάζεται μία σειρά από τις πιθανές ερωτήσεις που θα μπορούσε η επιτροπή να τον ρωτήσει και μαθαίνει παπαγαλία στα αγγλικά τις απαντήσεις. 
Η επιτροπή δεν ξεγελιέται αλλά συνεξετάζοντας τις σπουδές του με το ότι ήταν ενεργεία αξιωματικός της Αστυνομίας του χορηγεί την υποτροφία. Έτσι, ο Μανώλης από το ορεινό χωριό της Κρήτης βρίσκεται στο Λονδίνο του 1964 σε ένα από τα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου με εφόδιο τα ελάχιστα αγγλικά του και το βουνίσιο κρητικό θάρρος.

Η αρχική Ομάδα Ζ με τον ιδρυτή της τον Διευθυντή της Άμεσης Δράσης Αθηνών, Αστυν. Δ/ντή Μανώλη Φραγκ. Σηφάκη.


Παράλληλα με την London School of Economics  εκπαιδεύεται στη θρυλική Scotland Yard η οποία είναι  διεθνώς γνωστή ως σύμβολο της τέλειας αστυνόμευσης και των έξυπνων επιθεωρητών (ντετέκτιβ) σε σοβαρά εγκλήματα. Το 1967 η Δικτατορία τον βρίσκει στην Αγγλία και δίδεται εντολή να επιστρέψει στην Αθήνα. Ο Σηφάκης δεν υπακούει και στιγματίζεται ως δημοκρατικός τόσο λόγω τις κρητικής καταγωγής του όσο και λόγω της άρνησης να επιστρέψει και δίδεται η διαταγή να τον αποστρατεύσουν.

 Από καθαρή τύχη, η αποστράτευση αποφεύγεται, επιστρέφει στην Ελλάδα αλλά ως τιμωρία τοποθετείται σε θέσεις ψυγείο, με ανθρώπους της δικτατορίας να παρακολουθούν το κάθε βήμα του.
 Όμως αυτό ήταν το καλύτερο δώρο γιατί εκεί, στο ψυγείο, μελετά το πώς θα μπορούσε να εφαρμόσει τις γνώσεις που είχε αποκομίσει από την Αγγλία ώστε να ιδρυθεί η Άμεση Δράση, το γνωστό 100,  λαμβάνοντας ως πρότυπο τον τρόπο που ήταν οργανωμένη η αντίστοιχη αγγλική υπηρεσία. Επιπλέον συνέλαβε την ιδέα της δημιουργίας ενός σύγχρονου κέντρου επιχειρήσεων για το συντονισμό των περιπολικών και τη σύνδεση των επιχειρήσεων με ένα κέντρο λήψης σημάτων.

Η Άμεση Δράση ξεκίνησε τη λειτουργία της με 4 περιπολικά μάρκας Ford Sedan, τα οποία τα χάρισε η Αμερικανική Αποστολή γιατί η Ελλάδα δεν είχε τα οικονομικά μέσα. Στα επόμενα χρόνια, ο Μανώλης Σηφάκης παρακολουθώντας την αυξανόμενη κυκλοφοριακή πίεση στους δρόμους της πρωτεύουσας ιδρύει ομάδα μοτοσικλετιστών οι οποίοι θα είχαν τη δυνατότητα να ανταποκρίνονται σε συντομότερο χρόνο από τα περιπολικά. Έτσι γεννιέται η γνωστή Ομάδα Ζ.

Πέραν των επιτελικών θέσεων στις οποίες βρέθηκε, συνέταξε νέο Κανονισμό του Σώματος, το Θεματολόγιο του Αρχείου Γενικών Υποθέσεων του Αρχηγείου της Αστυνομίας, αναδιοργάνωσε εσωτερικές υπηρεσίες της Αστυνομίας, δίδασκε στις Αστυνομικές Σχολές Εγκληματολογία, Δεοντολογία του Αστυνομικού, οργάνωση, αγγλικά και ήταν συντάκτης του περιοδικού της Αστυνομίας. 

Μελέτησε διεξοδικά το πρόβλημα των ναρκωτικών και τα συστήματα κράτησης. Φρόντιζε συνεχώς τη βελτίωση των υπηρεσιών που προσέφεραν οι αστυνομικοί στους πολίτες και την εκπαίδευσή τους στα ανθρώπινα δικαιώματα. Για τις υπηρεσίες του στην εξιχνίαση εγκλημάτων συνεργάστηκε με διεθνείς οργανισμούς και βραβεύτηκε ακόμα και από το FBI. Μετά την αποστρατεία υπό τον Υπουργό Δικαιοσύνης Γεώργιο-Αλέξανδρο Μαγγάκη διετέλεσε αμισθί σύμβουλος σε θέματα φυλακών.


Όταν έκλεισε και αυτός ο κύκλος της ζωής του αποσύρθηκε στο Διόνυσο αλλά δεν εκδήλωσε ενδιαφέρον να ασχοληθεί με τα κοινά, δηλ. με την πολιτική του τόπου γιατί δεν ήταν από τους ανθρώπους που υποσχόταν χωρίς να τηρεί τις υποσχέσεις του. Τότε εμφανίστηκε στον Διόνυσο ο πατέρας (Αρχιμανδρίτης) Μάρκος Μανώλης, ένας φωτισμένος ιερωμένος, υψηλής μόρφωσης με όρεξη για έργο. 

Ο πατέρας Μάρκος ενέπνεε όποιον τον γνώριζε και σύντομα δημιουργήθηκε μία ισχυρή ομάδα ικανών ανθρώπων που δημιούργησαν κάτι που ήταν πέρα από μία απλή Ενορία. Ήταν ένας κοινός τόπος αγάπης, προσφοράς και δημιουργίας που εκτεινόταν πέρα από τα σύνορα της ενορίας, σε όλη την Ελλάδα αλλά ακόμα και στο εξωτερικό. 

Στην Αλβανία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Σερβία, Ρωσία, Πολωνία ακόμα και στη μακρινή Ταιβάν. Ο Μανώλης Σηφάκης ήταν εξαρχής και για όλο αυτό το διάστημα δίπλα στον πατέρα Μάρκο. Η τεράστια συνεισφορά του  ως σύμβουλός του σε θέματα νομικά άλλα και με την τεράστια πείρα που είχε από τη ζωή  αποτελεί έργο για το οποίο οι Διονυσώτες τον μνημονεύουν.


Ο Μανώλης Σηφάκης, ενώ γνώρισε πολλές τιμές και σημαντικούς ανθρώπους παρέμεινε απλός και προσηνής.  Σεβόταν βαθιά τη δημοκρατία, αγαπούσε την Ελλάδα μα πάνω από όλα την Κρήτη, πίστευε ότι η εξουσία διαφθείρει, ότι ο δημόσιος πλούτος δεν ανήκει σε κανένα συγκεκριμένα αλλά σε όλους, ότι ο πολίτης έχει δικαιώματα και πρέπει να τα περιφρουρεί και να τα διεκδικεί.

 Ότι η εντιμότητα, η αγάπη και το καθήκον είναι πλοηγοί ζωής. Στήριζε κάθε κατατρεγμένο, φερόταν ευγενικά ειδικά εάν ο άλλος ήταν σε θέση αδυναμίας. Λόγω της θέσης του πολλοί, γνωστοί και άγνωστοι, τον πλησίαζαν για να ζητήσουν βοήθεια στα προβλήματά τους. 
Αφουγκραζόταν τον πόνο του άλλου. Βοήθησε όσο μπορούσε και πολλές φορές υπερέβη τον εαυτό του. Καταλείπει τη σύζυγό του Κατερίνα και την οικογένεια της κόρης του Σοφίας με τις δύο εγγονές του Κατερίνα και Μαριάννα.

 
Top