1. Από την αρχαιότητα μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η Ήπειρος ήταν αρχαίο ελληνικό βασίλειο στο άκρο του ελληνικού κόσμου, στο βορειοδυτικό σύνορο της αρχαίας Ελλάδας. Η λέξη Ήπειρος ετυμολογικώς προέρχεται από το επίθετο «άπειρος», τη δωρική προφορά της λέξης «ήπειρος», και της αποδόθηκε από τους Κερκυραίους, που αναφέρονταν στη γη απέναντι τους, με την έννοια της μεγάλης έκτασης ξηράς.

Τα τρία βασικά ελληνικά φύλα που κατοίκησαν την περιοχή από τη 2η χιλιετία π.Χ. ήταν οι Χάονες στα βορειοδυτικά, οι Μολοσσοί στο κέντρο και οι Θεσπρωτοί στο νότο.
Κατά τον 6ο αι. π.Χ. η αρχαία Ήπειρος αποτέλεσε ισχυρό κράτος στο βορειοδυτικό τμήμα του ελληνικού χώρου. 


Σημαντικές αρχαίες πόλεις της περιοχής στο βόρειο τμήμα της Ηπείρου ήταν η Απολλωνία, η Φοινίκη, η Επίδαμνος και το Βουθρωτόν. Κατά τον 4ο αι. π.Χ. (370 π.Χ.) όλα τα ηπειρωτικά φύλα ενώθηκαν σε μια πολιτική οντότητα κάτω από τη δυναστεία των Αιακιδών και τον 3ο αι. π.Χ. εγκαθιδρύθηκε στην Ήπειρο το αβασίλευτο Κοινό των Ηπειρωτών, με πρωτεύουσα τη Φοινίκη. Μέλος της διακεκριμένης βασιλικής οικογένειας των Αιακιδών, οι οποίοι προέρχονταν από τη φυλή των Μολοσσών, ήταν και ο γνωστός βασιλιάς, Πύρρος (318-272 π.Χ.). 

Ο Πύρρος με μια σειρά νικηφόρων, αλλά αιματηρών συγκρούσεων προσπάθησε να επεκτείνει την κυριαρχία του στο χώρο της νότιας Ιταλίας και της Σικελίας. Παρά το γεγονός ότι απέτυχε να εδραιώσει την εξουσία του στην Ιταλία, επέκτεινε και εδραίωσε το κράτος του στην Ελλάδα, καθιστώντας το υπολογίσιμη δύναμη της περιοχής για αρκετά χρόνια. 

Κατά την ελληνιστική περίοδο η μορφή διακυβέρνησης του κράτους μετατράπηκε σε δημοκρατία, μέχρι την κατάκτηση της περιοχής από τους Ρωμαίους το 167 π.Χ., οπότε έπαψε και η ανεξαρτησία της Ηπείρου.

Κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους, η Ήπειρος αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και υπέστη επιδρομές διαφόρων εισβολέων, από τον βορρά και τη δύση, όπως οι Βησιγότθοι (3ος αιώνας), οι Άβαροι (6ος αιώνας), οι Σλάβοι (7ος αιώνας), οι Νορμανδοί (11ος αιώνας), οι Σέρβοι (13ος αιώνας). 

Παρόλα αυτά, ο πολιτισμός της περιοχής ήταν στενά συνυφασμένος με τα υπόλοιπα κέντρα του ελληνικού χώρου σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα, διατηρώντας τον ελληνικό χαρακτήρα. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους (1204) και τη διάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η περιοχή πέρασε στη δικαιοδοσία του Δεσποτάτου της Ηπείρου, το οποίο μαζί με την Αυτοκρατορία της Νίκαιας και την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας ήταν νόμιμη ελληνική συνέχεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Από τα μέσα του 15ου αιώνα αρχίζει για την Ήπειρο η μακρόχρονη περίοδος της Τουρκοκρατίας, μια περίοδος καταστροφών, λεηλασιών, σφαγών και βίαιων εξισλαμισμών για τον ελληνικό πληθυσμό. Την περίοδο αυτή ξέσπασαν σε πολλές περιοχές της Ηπείρου, όπως στο Δέλβινο, στη Χειμάρρα, στους Αγίους Σαράντα και στη Μοσχόπολη, επαναστατικά κινήματα ενάντια στους Οθωμανούς, τα οποία όμως πνίγηκαν στο αίμα. 

Ωστόσο, η Ήπειρος με τα απόκρημνα και απάτητα βουνά διατήρησε σε όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας ανυπότακτες ακροπόλεις στο Σούλι, στην Πάργα, στη Χειμάρρα, οργάνωσε αρματολίκια και ενίσχυσε υλικά και με έμψυχο υλικό τις κοινότητες του εξωτερικού.

Έως το έτος 1913, ολόκληρη η Ήπειρος αποτελούσε μια ενιαία γεωγραφική ενότητα. Μετά το τέλος των Βαλκανικών πολέμων (1912-1913), οι Μεγάλες Δυνάμεις, με τη Συνθήκη του Λονδίνου, αναγνώρισαν την Αλβανία ως ανεξάρτητο κράτος και επιδίκασαν σε αυτή (Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας, 1913) το βόρειο τμήμα της Ηπείρου.

Ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας, Ελευθέριος Βενιζέλος, δεν αποδέχτηκε αρχικά την απόφαση αυτή και αρνήθηκε να παραχωρήσει την περιοχή, στην οποία κατοικούσε αμιγώς ελληνικός πληθυσμός. 
φωτό σελίδα Past in Color Χρώμα στο Παρελθόν

Το επόμενο όμως έτος και παρά τις νικηφόρες μάχες του ελληνικού στρατού, που προέλασε μέχρι τις βορειότερες περιοχές Ηπείρου, αναγκάστηκε να επιλέξει την αναγνωρισμένη ελληνική κυριαρχία στα νησιά του Αιγαίου αντί αυτής στο βόρειο τμήμα της Ηπείρου.

Όπως ήταν αναμενόμενο, οι Έλληνες της περιοχής αισθάνθηκαν προδομένοι από την απόφαση αυτή και αποφάσισαν να ορίσουν τη μοίρα τους στηριζόμενοι αποκλειστικά και μόνο στις δικές τους δυνάμεις, χωρίς την επίσημη στήριξη του ελληνικού κράτους. Στις 28 Φεβρουαρίου 1914 επαναστάτησαν και σχημάτισαν προσωρινή κυβέρνηση, με πρωτεύουσα το Αργυρόκαστρο και πρόεδρο τον Γεώργιο Χρηστάκη Ζωγράφο, πρώην υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδας.

Έπειτα από συνεχείς στρατιωτικές συγκρούσεις, οι Βορειοηπειρώτες κατέλαβαν την περιοχή της Κορυτσάς και ανακήρυξαν την αυτονομία της Βορείου Ηπείρου, η οποία περιλάμβανε αρχικά το Αργυρόκαστρο, την Χειμάρρα, το Δέλβινο, τους Αγίους Σαράντα και την Πρεμετή. Η αλβανική κυβέρνηση αναγκάστηκε να υποχωρήσει και στις 17 Μαΐου 1914 υπέγραψε το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας


σύμφωνα με το οποίο αναγνώριζε ειδικό καθεστώς αυτονομίας στη Βόρειο Ήπειρο (τότε για πρώτη φορά έλαβε αυτή την ονομασία η περιοχή) υπό τη νομική εξουσία του αλβανικού κράτους και δεσμεύτηκε για την ελεύθερη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στα σχολεία των μειονοτικών περιοχών αλλά και τη θρησκευτική ελευθερία του ελληνικού πληθυσμού.

Λίγο μετά την έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, τον Οκτώβριο του 1914, η Ελλάδα κατέλαβε για δεύτερη φορά την περιοχή. Όμως, η διφορούμενη στάση των Κεντρικών Δυνάμεων στα ελληνικά ζητήματα κατά τη διάρκεια του πολέμου οδήγησε τη Γαλλία και την Ιταλία στην από κοινού κατάληψη της Ηπείρου, τον Σεπτέμβριο του 1916. 
Με το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, μία μυστική συμφωνία που υπεγράφη μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας επέλυε τα ζητήματα μεταξύ των δύο χωρών και παραχωρούσε τη Βόρειο Ήπειρο στην Ελλάδα. 

Ως αντάλλαγμα, η τελευταία υποσχέθηκε να στηρίξει τις ιταλικές διεκδικήσεις επί της υπόλοιπης Αλβανίας. Ωστόσο, η στρατιωτική εμπλοκή της Ελλάδας με την Τουρκία στον Μικρασιατικό Πόλεμο (1919-1922) λειτούργησαν διπλωματικά προς το συμφέρον της Αλβανίας, η οποία προσάρτησε οριστικά την περιοχή της Βορείου Ηπείρου στις 9 Νοεμβρίου 1920. 
Ahmed Zogou Βασιλιάς Αλβανίας

Μετά την ένωση της Βορείου Ηπείρου με την Αλβανία, το καθεστώς Αχμέτ Ζώγου αρνήθηκε να παραχωρήσει καθεστώς τοπικής αυτονομίας στην περιοχή και δεν αναγνώρισε τα δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας παρά μόνο σε περιορισμένες εδαφικές ζώνες στις περιοχές του Αργυρόκαστρου, των Αγίων Σαράντα και της Χειμάρρας. 

Τα ελληνικά σχολεία της περιοχής παρέμειναν κλειστά και μόνο μετά την επέμβαση της Κοινωνίας των Εθνών το 1935 επαναλειτούργησε ένας περιορισμένος αριθμός σχολείων.
Και κάπως έτσι, φτάσαμε στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο (1939-1945). 
Κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου (1940-1941), ο ελληνικός στρατός απώθησε τα ιταλικά στρατεύματα βαθιά μέσα στο έδαφος της Αλβανίας και απελευθέρωσε για τρίτη φορά τη Βόρειο Ήπειρο προκαλώντας μεγάλο ενθουσιασμό όχι μόνο στην περιοχή, αλλά και σε ολόκληρο τον ελληνισμό. 

Τον Απρίλιο του 1941, μετά την γερμανική επίθεση εναντίον της Ελλάδας, ο ελληνικός στρατός αναγκάστηκε να εγκαταλείψει για μια ακόμη φορά την περιοχή της Βορείου Ηπείρου, η οποία επανήλθε στη δικαιοδοσία του υπό ιταλική κατοχή αλβανικού κράτους, ενώ οι Ιταλοί κατακτητές συμπεριφέρθηκαν στους Έλληνες κατοίκους της περιοχής με μεγάλη σκληρότητα.

2. Από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια μέχρι σήμερα.

Μετά το πέρας του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, το κομμουνιστικό καθεστώς του Ενβέρ Χότζα εξάλειψε κάθε ελπίδα για τους Βορειοηπειρώτες, καθώς ο Αλβανός ηγέτης έλαβε δρακόντεια μέτρα κατά του ελληνικού πληθυσμού της Βορείου Ηπείρου. 
φωτό σελίδα Past in Color Χρώμα στο Παρελθόν

Στα ελληνικά σχολεία διδασκόταν η αλβανική ιστορία μεταφρασμένη στα ελληνικά, η «μειονοτική ζώνη» μειώθηκε από 103 σε 99 χωριά (αποκλείστηκε η Χειμάρρα), επιχειρήθηκαν αθρόες μετακινήσεις πληθυσμών, προκειμένου να υπάρξει δημογραφική αλλοίωση του πληθυσμού της περιοχής. Επίσης, αλλοιώθηκαν τοπωνύμια αλλά και προσωπικά ονόματα, ενώ η χρήση της ελληνικής γλώσσας απαγορεύτηκε εκτός της μειονοτικής ζώνης. 

Οποιαδήποτε θρησκευτική εκδήλωση, δημόσια ή ιδιωτική, απαγορεύτηκε αυστηρά και η κατοχή θρησκευτικών εικόνων τιμωρούνταν από τον νόμο. Από την άλλη πλευρά, ο Ενβέρ Χότζα ως μέρος της πολιτικής του προσέγγισε ορισμένους μεμονωμένους αντιπροσώπους των Βορειοηπειρωτών, τους οποίους και ανέδειξε πολιτικά, αρνήθηκε όμως επίμονα την παραχώρηση αυτονομίας στην περιοχή.

Στη διάρκεια του Ψυχρού πολέμου η Ελλάδα και η Αλβανία βρέθηκαν σε διαφορετικούς πολιτικούς και στρατιωτικούς σχηματισμούς και σε καθεστώς εμπόλεμης κατάστασης. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950 το βορειοηπειρωτικό ζήτημα υποχώρησε στις ελληνικές εθνικές διεκδικήσεις, καθώς στην πολιτική ατζέντα προτάχθηκε η εκστρατεία για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. 

Κατά τη δεκαετία του 1960 οι Ελληνικές κυβερνήσεις κατέβαλαν προσπάθειες για την ανάδειξη του ζητήματος σε διεθνές επίπεδο. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Γεώργιος Παπανδρέου έκανε, στις 12 Ιουνίου 1960, μια τοποθέτηση επί θέματος, που θεωρείται ιστορική: «Εκείνο το οποίο οφείλουν όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις να γνωρίζουν είναι ότι το θέμα της Βορείου Ηπείρου υφίσταται. Και εκείνον το οποίον απαγορεύεται εις τον αιώνα είναι δι’ οιονδήποτε λόγο η απάρνηση του ιερού αιτήματος».

Στις 6 Μαΐου 1971 αποκαταστάθηκαν οι διπλωματικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών, ενώ τα επόμενα χρόνια της δεκαετίας του 1970 διευρύνθηκε και από τις δύο πλευρές η διπλωματική προσέγγιση με την υπογραφή διμερών εμπορικών συμφωνιών. 
Ωστόσο, το θέμα του βορειοηπειρωτικού ζητήματος υποχώρησε ως προτεραιότητα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, χωρίς ανάλογη συνέχεια. 

Το 1987 επίσημα η εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας με πρωτοβουλία της ελληνικής κυβέρνησης, η οποία θεώρησε ότι μία τέτοια κίνηση θα μπορούσε να οδηγήσει στην επίλυση ζητημάτων που αφορούσαν, κυρίως, την ελληνική μειονότητα.

Μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού στην Αλβανία και την είσοδο στην Ελλάδα, από το 1991 και ύστερα, χιλιάδων Αλβανών οικονομικών μεταναστών, οι ελληνοαλβανικές σχέσεις φάνηκε ότι εισέρχονται σε νέα φάση. Παρ’ όλα αυτά, όλες οι μετέπειτα κυβερνήσεις, κάποιες με πιο έντονο τρόπο, κάποιες με περισσότερη διακριτικότητα, συνέβαλαν στη δημιουργία μίας κατάστασης συνεχούς ανασφάλειας στην ελληνική μειονότητα της περιοχής.

Ειδικότερα, το 1993 οι αλβανικές αρχές απέλασαν τον Ελληνορθόδοξο Μητροπολίτη Αργυροκάστρου, με την αιτιολογία ότι επέδειξε ανατρεπτική συμπεριφορά. Το 1994 καταδικάστηκαν πέντε μέλη της ελληνικής μειονοτικής οργάνωσης «Ομόνοια», με το αιτιολογικό της υπονόμευσης του αλβανικού κράτους. 

Στο τέλος του ίδιου έτους, η κρίση φάνηκε να ξεπερνιέται, αφού όμως πρώτα η Ελλάδα πάγωσε την οικονομική ενίσχυση της Ε.Ε. προς την Αλβανία, έκλεισε τα σύνορά της και απέλασε χιλιάδες παράνομους Αλβανούς μετανάστες.

Το 2000, κατά τη διάρκεια των αλβανικών δημοτικών εκλογών, η Αλβανία επικρίθηκε έντονα από διεθνείς οργανισμούς ανθρώπινων δικαιωμάτων για σοβαρές παρατυπίες, όσον αφορά την καταμέτρηση των ψήφων του πολιτικού φορέα της ελληνικής μειονότητας. 
Αντίστοιχες σκηνές εκτυλίχτηκαν και στις εκλογές του 2007, ιδίως στην περιοχή της Χειμάρρας. Το 2009 η Ελλάδα υπέγραψε με την Αλβανία τη «Συμφωνία για την οριοθέτηση της Υφαλοκρηπίδας και άλλων θαλασσίων Ζωνών», με την οποία οριοθετήθηκαν τα εκατέρωθεν χωρικά ύδατα. 

Το ίδιο έτος (2009) η ελληνική και η αλβανική κυβέρνηση υπέγραψαν τη συμφωνία για τα στρατιωτικά κοιμητήρια, προκειμένου να ταφούν επιτέλους οι Έλληνες πεσόντες του ελληνοϊταλικού πολέμου, η εφαρμογή της οποίας προκάλεσε εντάσεις ανάμεσα στη μειονότητα και στις αλβανικές αρχές.

Η περίοδος της απογραφής του πληθυσμού το έτος 2011 προκάλεσε και πάλι αντιδράσεις ανάμεσα στη μειονότητα και την αλβανική κυβέρνηση. Το 2014, η νεοσυσταθείσα τότε αλβανική κυβέρνηση, με πρωθυπουργό τον Έντι Ράμα, θεώρησε πως η συμφωνία για την οριοθέτηση της Υφαλοκρηπίδας είναι ετεροβαρής υπέρ της Ελλάδος και την έκρινε αντισυνταγματική και φυσικά ανεφάρμοστη.

Τα τελευταία χρόνια η κατάσταση των σχέσεων μεταξύ αλβανικού κράτους και ελληνικής μειονότητας οδηγείται προς ακόμα πιο σκοτεινά μονοπάτια. Χαρακτηριστικό της νέας κατάστασης είναι η εκδίωξη Ελλήνων υπαλλήλων από κυβερνητικές θέσεις, η προώθηση αλυτρωτικών θέσεων στα σχολεία της ελληνικής μειονότητας, η καταδίωξη Βορειοηπειρωτών – μελών συλλόγων των μειονοτικών χωριών με την κατηγορία ότι προωθούν τις ελληνικές παραδόσεις και τα ελληνικά ήθη και έθιμα και η προσπάθεια υφαρπαγής των μειονοτικών ιδιοκτησιών, με την αιτιολογία της οικονομικής – τουριστικής ανάπτυξης στις περιοχές της Χειμάρρας και των Αγίων Σαράντα.

Σήμερα, ο πληθυσμός της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία φθίνει. Γενικά, αναγνωρίζεται ότι ο αριθμός των σχεδόν 60.000 ατόμων της ελληνικής μειονότητας, σύμφωνα με την αλβανική εκτίμηση του 1989, ήταν πολύ χαμηλός. Δυτικοί παρατηρητές, με τη βοήθεια των αλβανικών εκλογικών αποτελεσμάτων τα έτη 1991-1992, εκτίμησαν ότι ο αριθμός της μειονότητας ξεπερνά τις 200.000 άτομα, με ένα σημαντικό ποσοστό, που μπορεί να προσεγγίζει και το 70% των Ελλήνων της Αλβανίας, να έχουν μεταναστεύσει πλέον εκτός της χώρας. 
Παρά την ισχυρή μεταναστευτική ροή προς την Ελλάδα, οι Έλληνες παραμένουν η μεγαλύτερη αριθμητικά μειονότητα της Αλβανίας και πολλοί Βορειοηπειρώτες που έχουν μεταναστεύσει στην Ελλάδα διατηρούν ισχυρούς δεσμούς με τον τόπο τους.

Η ελληνική μειονότητα της Αλβανίας θα μπορούσε, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να αποτελέσει την καλύτερη γέφυρα φιλίας και συνεργασίας μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας αλλά και για την ειρήνη σε όλη την ευρύτερη περιοχή. Ο δρόμος, όμως, προς την κατεύθυνση αυτή είναι μακρύς και δύσκολος και θα απαιτήσει αρκετό χρόνο, καθώς η θέση της Ελλάδας είναι ότι η μέχρι τώρα στάση των Τιράνων απέναντι στην ελληνική εθνική μειονότητα δεν επιτρέπει ιδιαίτερη αισιοδοξία. 

Μέχρι τότε η Ελλάδα θα πρέπει να διεκδικεί από την Αλβανία, με κάθε νόμιμο και ειρηνικό τρόπο, τον πλήρη σεβασμό όλων των δικαιωμάτων των Βορειοηπειρωτών σε θέματα παιδείας, θρησκείας, ιδιοκτησιών, ελεύθερης διακίνησης και αυτοδιοίκησης. 

Επίσης, θα πρέπει, σε συνεργασία με την εκάστοτε αλβανική κυβέρνηση, να μελετήσει και να εκπονήσει ένα ειδικό πρόγραμμα ανάπτυξης όλης της Βορείου Ηπείρου, το οποίο και να στηρίξει με κάθε τρόπο για την υλοποίησή του.
 
Top